ODD LOGIC: “Effigy”

Σκέφτηκα συχνά υποθετικά κι αναρωτήθηκα, αν διάβαζα τη συνέντευξη του Sean Thompson, του ηγέτη και ιθύνοντα νου των Αμερικανών progsters Odd Logic, χωρίς να έχω την παραμικρή επαφή και οικειότητα με τη μουσική του, θα έμπαινα στον κόπο να ακούσω τη μουσική αυτού του ανθρώπου;

Ο Sean Thompson είναι ένας άνθρωπος που έχει μια κανονική μόνιμη δουλειά για να ζει. Το πάθος του να εκφραστεί μουσικά είναι δεδομένο: στους Odd Logic είναι ο άνθρωπος που γράφει σχεδόν όλη τη μουσική, τους στίχους που περιγράφουν τις ιστορίες του, τραγουδά, παίζει κιθάρα και πλήκτρα. Μέχρι το “Effigy”, είχε ήδη κυκλοφορήσει έξι άλμπουμ που ήταν διαθέσιμα μόνο σε ψηφιακή μορφή. Είχαμε ασχοληθεί περίπου ένα χρόνο πριν με το “Penny For Your Thoughts”, που τελικά βρήκε μέσα από την αφάνεια το δρόμο του σε πολλές λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ του 2016 για το ιδίωμα αυτό.

Ο Sean είναι επίσης ένας ακροατής με ευρύτητα, ένας καλός ακροατής. Έχοντας εκτιμήσει την επαφή του με πολλά ακουστικά πεδία πέρα από τα προφανή του progressive metal και rock, επιλέγει και τιμά την απόλαυση που έχει πάρει από την κλασική μουσική, την τζαζ, τη λάτιν, τα μπλουζ. Όλα αυτά τα μουσικά βιώματα γίνονται τελικά στοιχεία μιας πλούσιας μουσικής έκφρασης που στηρίζεται στην ποικιλία και τη λεπτομέρεια.

Ο ηγέτης των Odd Logic είναι μάλλον εσωστρεφής και κρυπτικός. Ακόμα κι αν ένα θαύμα εκτίναζε τη δημοτικότητά τους στα ύψη, αυτός θα είχε ν’ αντιμετωπίσει ένα μαρτύριο. Μεταφέροντας αυτή την ευγενική μορφή της ντροπής σε περιπάτους στο δάσος αλλά και στην πλούσια φαντασία του, εμπνέεται από την επιστημονική φαντασία, τον τρόμο, την σκοτεινή πλευρά του κινηματογράφου και της λογοτεχνίας και συναρμολογεί τις ιστορίες για τους concept δίσκους του.

Το “Effigy” είναι στην ουσία μια παραβολή που μας μεταφέρει σε ένα φανταστικό μέρος 1000 χρόνια πριν. Ο άρχοντας του βάλτου είναι ουσιαστικά η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου, ένας απομονωμένος χαρακτήρας με άρρωστο ψυχισμό και την ανάγκη για εξουσία. Όταν μετά από μια συνάντηση με ένα μυστηριώδες απόκοσμο πλάσμα του δάσους, του δίνονται υπερφυσικές δυνάμεις, αυτός καταδυναστεύει τους κατοίκους του κοντινού χωριού, χτίζοντας έναν σιδερένιο ορίζοντα στον ουρανό και στερώντας τους το φως.

Το ομότιτλο 17λεπτο που ανοίγει τον δίσκο είναι υφολογικά μια συγκεντρωτική παρέλαση για τη μουσική κατεύθυνση του δίσκου. Όσοι έχουν γαλουχηθεί με όλες τις παραμέτρους του prog metal της δεκαετίας του ’90, θα βρουν στο άλμπουμ αυτό τις συνθετικές του κολόνες να στηρίζουν μια τεράστια ποικιλία επιδράσεων και ηχοχρωμάτων. Ο Sean δεν είναι καθόλου φειδωλός όταν επιχειρεί να περιγράψει μουσικά τα δρώμενα της ιστορίας. Το μεγαλύτερο χάρισμά του είναι η ικανότητα σύνδεσης των διαθέσεων που συχνά αλλάζουν μέσα στο ίδιο τραγούδι, χωρίς να χάνεται στιγμή η αίσθηση της απόλαυσης , της ροής και της μελωδίας. Το εγχείρημα του ομότιτλου είναι δύσκολο με τις πολλές του μεταστροφές αλλά το αποτέλεσμα μεγαλειώδες.

Τόσο το “Master of the moor” όσο και το “Mercenary” που παίρνουν τη σκυτάλη, θα ενθουσιάσουν ακόμα και τους τυπικούς metal ακροατές με τα επιτακτικά ριφ, το σκοτεινό, απειλητικό groove αλλά και τις μελωδικές κορυφώσεις, ενώ η φωνή του Thompson αποκλίνει από τα δεδομένα της (με μια εξαιρετική χροιά και ευρύτητα που θυμίζει τον Ted Leonard) σε πιο σκληρές εκφράσεις που λειτουργούν ιδανικά.

Το “The Yearning” είναι μια χαμηλόφωνη, υποβλητική ανάπαυλα, μια μελωδική προσευχή να μαλακώσει η ανασφάλεια και να αναγεννηθεί η ανθρώπινη πίστη σε ένα θαύμα. Το “Witch Runner” αφοπλίζει κάθε αντίσταση από τις πρώτες στιγμές: ένα από τα πιο καλογραμμένα και χαρακτηριστικά τραγούδια του δίσκου, θα μπορούσε να ήταν ένα πρώτης τάξης δόλωμα αν όλα αυτά ενδιέφεραν τον Thompson. Από πολύ κοντά το ακολουθεί το “Iron Skyline”, αρχικά σπρώχνει τον μέσο του ρυθμό σε ένα μεγαλειώδες ρεφρέν και μέσα από ένα ξέσπασμα περνά στο τελευταίο εσωτερικό, μελαγχολικό μέρος του, μια έκκληση μέσα από την ανθρώπινη απελπισία, ένα από τα πιο φορτισμένα και όμορφα μέρη του δίσκου.

Μια εξωτική εισαγωγή μας εισάγει στο “Memories Of Light”, που καταφέρνει να εναρμονίσει τη νοσταλγία με μια υποψία αισιοδοξίας, με την ρυθμική του βάση και το εκπληκτικό του ρεφρέν να εξυψώνουν την αποστολή του τραγουδιού.

Το “Maiden Child” με τα 11:33 λεπτά του αποτελεί τον επίλογο του άλμπουμ και της ιστορίας, ένα περίτεχνο, δυναμικό prog διαμάντι έκρηξης αλλά και λυρισμού, με ένα υπέροχο, επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό ριφ στο τελευταίο του μέρος να το σπρώχνει ιδανικά προς την έξοδο.

Ο Sean Thompson είναι μια ευγενική ψυχή, ένας αφοσιωμένος μουσικός της λεπτομέρειας που έχει το χάρισμα να μεταφράζει τις ευαισθησίες του σε ήχους. Θα μας χαρίσει την ελπίδα στο τέλος της ιστορίας, το μαρτυρά άλλωστε και το ράγισμα στον σιδερένιο ορίζοντα που επιτρέπει ξανά στο φως να πέσει πάνω στο χωριό, στο εξώφυλλο του “Effigy”. Με την πιο ενεργή συμμετοχή των υπόλοιπων συνεργατών του, μας προσφέρει το καλύτερο άλμπουμ του ως τώρα. Όσοι νιώθουν βολικά στις δουλειές των Ayreon και Shadow Gallery, θα περάσουν συναρπαστικά στη διαδρομή του “Effigy” που αναδύεται ακόμα περισσότερο και από μια απόλυτα ικανοποιητική παραγωγή.

Στην πρώτη υποθετική μου ερώτηση που ξεκινά και την παρουσίαση του δίσκου, η απάντηση για μένα είναι γρήγορη και άμεση. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς με έναν τόσο ολοκληρωμένο μουσικό που δηλώνει αβίαστα: “δεν θα ήθελα τα σάλια των σκυλιών της μουσικής βιομηχανίας να τρέχουν γύρω από το μουσικό μας σπίτι”…
Ό,τι κι αν συμβεί από εδώ και πέρα, από τους δίσκους της χρονιάς.

487

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…