CANDLEMASS: “Nightfall”

Η απεραντοσύνη στη χαρισματικότητα που πρέπει να διαθέτουν κάποιοι μουσικοί, ώστε επάνω στα πρώτα βήματα της δισκογραφικής τους δημιουργίας να προσωποποιηθεί ολόκληρο μουσικό ιδίωμα, νομίζω πως δεν χωρά πολλές αμφιβολίες.

Έτσι και η περίπτωση του Leif Edling και των Candlemass παρέμεινε ορόσημο στο μουσικό ρου της μεταλλικής ιστορίας.

Αν και οι βαθύτερες ρίζες του doom metal (και πόσων ακόμη) εντοπίζονται στα αυλάκια των πρώτων δίσκων των Black Sabbath, 2 μπάντες ήταν αυτές που κυρίως θεμελίωσαν αυτό που έφερε τον τίτλο ως επικό doom metal, oι Σουηδοί Candlemass και οι κατά λίγο μεταγενέστεροι Solitude Aeturnus, από τις ΗΠΑ.

Το πόσο επιδραστικοί υπήρξαν οι Candlemass νομίζω πως είναι γνωστό στην συντριπτική πλειοψηφία παλαιών και νέων metalheads. Όταν μου ζητήθηκε να γράψω δυο λόγια για κάποιο άλμπουμ τους που θα επέλεγα ώστε να μπει στην στήλη με τα μουσικά μνημεία, το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στη δεύτερη πλήρη δουλειά τους, το “Nightfall” του 1987. Το κάθε ένα από τα πρώτα 4 άλμπουμ τους διαθέτει απολύτως όλες τις προϋποθέσεις ώστε να φιλοξενηθεί στα monuments, οπότε τον λόγο για την τελική επιλογή πήραν τα προσωπικά βιώματα του υποφαινομένου.

Όποτε χρειάζεται να μιλήσω για τέτοια μουσικά μεγέθη, νιώθω ανεπαρκής να αποτυπώσω ικανοποιητικά ακόμη και μέρος από την ακουστική εμπειρία που προσφέρουν οι συνθέσεις του Leif Edling, στην προκειμένη περίπτωση, σε μια παραγωγή που αιχμαλωτίζει μέσα σε ένα σκοτεινό παραπέτασμα το αμιγώς heavy metal  μουσικό περιεχόμενο, το οποίο βρίθει από τις άκρως λυρικές ερμηνείες του Messiah Marcolin (ο οποίος κάνει την πρώτη του εμφάνιση με την μπάντα σε αυτό το δίσκο), από τα συμπαγή, σχεδόν πένθιμα riff του Mats Bjorkman, από τις  λυτρωτικές μελωδίες στις lead κιθάρες του Lars Johansson και φυσικά από το τελετουργικό rhythm section του διδύμου Edling και Lindh.

Σκοτεινοί στίχοι, βουτηγμένοι σε κόσμους φαντασίας, λυρισμός και έντονες αναφορές γύρω από την ζωή και το θάνατο (κι ακόμη παραπέρα), θεματολογία που αποτέλεσε και το σήμα κατατεθέν του επικού doom. Εξώφυλλο χάρμα οφθαλμών που φιλοξενεί έργο του αμερικανού Thomas Cole, με ιδιαίτερη τεχνοτροπία που γίνεται άμεσα αναγνωρίσιμη. To “Nightfall” γίνεται το άλμπουμ που θα καθιερώσει την μπάντα στο μεταλλικό στερέωμα.

Η δουλειά είναι τόσο ισορροπημένη που στα 47 λεπτά που διαρκεί δεν βρίσκεις την παραμικρή αφορμή να μετακινήσεις την βελόνα του πικάπ. Παρόλα αυτά, αν μου βάλεις το πιστόλι στον κρόταφο για να μαρτυρήσω την καλύτερη στιγμή, θα αναγκαστώ να δώσω δυο ονόματα, “Samarithan” και “Bewitched”. Ο Marcolin καθηλωτικός με έντονη συναισθηματική φόρτιση στην οπερατική ερμηνεία του, θα ταιριάξει ιδανικά μπροστά στα ωμά riff και την μελωδικότατες lead. Και αυτός ο όγκος στον ήχο, πραγματικά πρωτοποριακή παραγωγή κι όχι μόνο για την εποχή της.

Το “Nightfall” είναι από τις δουλειές που η αξία τους δεν μπορεί να ζυγιστεί ούτε με υψηλές βαθμολογίες, ούτε να αντικατοπτριστεί μέσα σε κολακευτικά άρθρα. Οι διαδοχικές ακροάσεις στο πέρασμα των χρόνων και η άφθαρτη ακουστική εμπειρία που ακολουθεί την κάθε μία από αυτές, αποτελούν τον μοναδικό παράγοντα αξιολόγησης του ογκόλιθου αυτού.

“With sad emotions, I sing this epitaph
my swansong, my headstone, the farewell of my heart
The hills of Tyburn, up where the gallows stand
only the vultures will come to see me hang”

533