ROCKWAVE FESTIVAL: Iron Maiden, Volbeat, Tremonti, The Raven Age, Monument, WEB, Rollin Dice (20/07/2018) Terra Vibe

Τόσο “οξύμωρο” προβληματισμό σχετικά με το πραγματικό νόημα συγγραφής ενός άρθρου ομολογώ πως πρώτη φορά αντιμετωπίζω. Τί νόημα έχει να γράψω μια ανταπόκριση από ένα συναυλιακό γεγονός στο οποίο παραβρέθηκε και το παρακολούθησε σύσσωμο το ελληνικό metal (κι όχι μόνο) κοινό; Είναι σαν να θες να φωνάξεις και να αποκαλύψεις ένα μυστικό που… γνωρίζουν οι πάντες.

Το άρθρο λοιπόν είναι αφιερωμένο στους ελάχιστους άτυχους που δεν βρέθηκαν το απόγευμα της Παρασκευής 20 Ιουλίου στην Μαλακάσα, αλλά και σε όσους πεισματικά αδιαφορούν, ή αδυνατούν να βελτιώσουν έστω τα στοιχειώδη στον τρόπο που διαδραματίζεται κάθε χρόνο το μεγαλύτερο (επί ελληνικού εδάφους) φεστιβάλ.

Ναι, η προσέλευση που σχεδόν άγγιξε το εξωπραγματικό, για τα ελληνικά δεδομένα, νούμερο των 40.000 ψυχών, άφησε ρημαγμένα πίσω της τα rock στέκια της πόλης, άδεια τα προβάδικα και τα γκαράζ όπου συνήθως τέτοιες ώρες θα βασάνιζαν τα κορμιά τους οι αμέτρητες μπάντες αυτού του τόπου, άφησαν τις γειτονιές της Αθήνας σε ολιγόωρη ανάσα από τις ακροάσεις metal μουσικής, καθώς και τα στερεοφωνικά συστήματα των metalheads να σκονίζονται μέσα σε κενά δωμάτια γεμάτα αφίσες με μαυροντυμένες φιγούρες να απολαμβάνουν στιγμές μοναξιάς…



Η μεγαλύτερη εν ενεργεία heavy metal μπάντα του πλανήτη Γη βρέθηκε εμπρός μας για μια ώρα και τρία τέταρτα. Η απόδοσή της, η ανταπόκριση των οπαδών, οι επαναλαμβανόμενες παραλείψεις της διοργάνωσης και φυσικά η “ταλαιπωρία” που υπέστησαν οι περισσότεροι θεατές εκείνη την ημέρα, υπήρξαν τα κυρίαρχα θέματα που μονοπωλούν κάθε σχετική συζήτηση στο διαδίκτυο τις τελευταίες ημέρες.

Σε αυτό το άρθρο λοιπόν θα επιχειρήσω στο πρώτο μέρος να κάνω μια συνοπτική περιγραφή στο μουσικό περιεχόμενο των όσων παρακολουθήσαμε από νωρίς το μεσημέρι της Παρασκευής μέχρι και την παύση του πυρός από την μεγάλη σκηνή της Μαλακάσας, ελάχιστα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Στο δεύτερο μέρος θα αποπειραθώ να κάνω έναν σύντομο σχολιασμό επάνω σε πράγματα που δεν πρέπει να αφήνουν ασυγκίνητο κανέναν άνθρωπο που επιθυμεί να παρακολουθεί με αξιοπρέπεια και ασφάλεια τα δρώμενα στην τέχνη αυτή που τόσο αγαπά ώστε να αψηφήσει την ζέστη, την απόσταση και την γενικευμένη, στην χώρα μας οικονομική δυσχέρεια, ώστε να παρευρεθεί πάση(;) θυσία στο κάθε Terra vibe park.



Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη ερώτημα που βασανίζει τον γράφοντα κι όσο κι αν προσπαθώ δεν καταφέρνω να βρω μια ορθολογική και πειστική απάντηση. Για αρκετές ώρες έπειτα από τον πραγματικό θρίαμβο των Βρετανών μουσικών, ένα είναι το σλόγκαν που η μεγάλη πλειοψηφία των όσων παρακολούθησαν την εμφάνιση των Iron Maiden έχει υιοθετήσει κυρίως και δεν είναι άλλο από το “ ήμουν κι εγώ εκεί! “. Το εισπράττω, το κατανοώ, το σέβομαι, αλλά δεν μπορώ να μην ρωτήσω κι εγώ με την σειρά μου την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που την ημέρα εκείνη περπάτησαν στους χώρους του Rockwave festival: “Που ήσουν όλες τις προηγούμενες και προφανώς τις περισσότερες επόμενες, φορές, που αυτή η μουσική ήταν και θα παραμείνει εκεί για εσένα;”.



Δεν θα κάνω καμιά περαιτέρω αναφορά σε αυτό, αφού αφενός δεν έχω το δικαίωμα να κρίνω επιλογές και στάσεις ζωής των ανθρώπων γύρω μου, αφετέρου είναι ένα ερώτημα που έχει μια ελπίδα να βρει απάντηση μόνο αν το θέσει ο κάθε ένας από εμάς στον εαυτό του. Όταν σκέφτομαι πόση δύναμη και συνοχή θα είχε στην χώρα μας η σκηνή αν είχε πραγματικά τέτοιο δυναμικό στο κοινό της, η εικόνα που προβάλλει εμπρός μου είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που βιώνω όλα αυτά τα χρόνια. Βλέπω τις πίστες των σκυλάδικων να ρημάζουν και χώρους σαν το Κύτταρο να αυξάνονται. Όμως αυτή η κουβέντα δεν ανήκει εδώ.

Νομίζω πως μόλις έγραψα την εκτενέστερη εισαγωγή σε ανταπόκριση (μέχρι σήμερα). Η μέρα που προηγήθηκε είχε μια διαφορετική αίσθηση στον τρόπο που κύλησε. Ξεκίνησε χαλαρά και είχε μια συνεχή και αυξανόμενη κλιμάκωση (με εξαίρεση την, επιτρέψτε μου, φούσκα των Sabaton) έως την κορύφωσή της που σήμανε η εμφάνιση των Judas Priest, ενός ακόμη “Μεγάλου Παλαιού”. Κι όπως όλοι ξέρουμε, η χεβυμεταλλική νομοθεσία προβλέπει βαρύτατες κυρώσεις για όποιους αγνοούν τις διατάξεις περί σεβασμού σε μπάντες οι οποίες αν κάποιος χρονοταξιδιώτης τις αφάνιζε από τον χωροχρονικό χάρτη, τότε η σημερινή μουσική πραγματικότητα θα άλλαζε άρδην.

Κι ενώ (για να μπω και κάποια στιγμή στην ουσία) το ενδιαφέρον κατά την προηγούμενη ημέρα (19/7) έμοιαζε με μπαλάκι του πινγκ πονγκ που εναλλασσόταν αδιάκοπα ανάμεσα στις δυο σκηνές, με τους θεατές να έχουν συνέχεια κάτι (τουλάχιστον) αξιόλογο να παρακολουθήσουν, δεν συνέβη το ίδιο και την επομένη (20/7), με την συναυλιακή ημέρα να ξεκινά πολλά υποσχόμενη, αλλά δυστυχώς να μην αποφεύγει μια μεγάλη μεσημεριανή κοιλιά. Όλα αυτά όμως κατέληξαν να είναι ασήμαντες λεπτομέρειες έπειτα από την σαρωτική εμφάνιση αυτής της μπάντας που έχει για τραγουδιστή έναν τύπο που πετάει το Ed Force One από εδώ και από εκεί…



Πέρασα τον έλεγχο εισιτηρίου περίπου στις 14.15, οι Rollin’ Dice βρίσκονταν ήδη επί (μικρής) σκηνής με δυο (άντε τρεις) ντουζίνες ανθρώπων να έχουν πλησιάσει το vibe stage για να στηρίξουν το σχήμα με την παρουσία τους εκεί, ενώ την ίδια στιγμή πολύ περισσότερος κόσμος είχε πάρει θέση κάτω από τις σκιές των δέντρων, στα παγκάκια κλπ.

Όπου κι αν βρισκόσουν, το blues heavy rock των Αθηναίων θα σε έβρισκε. Το ντεμπούτο δισκάκι τους “Way To The Sun” είχε διανεμηθεί μέσω του γνωστού εγχώριου metal εντύπου τον περασμένο Νοέμβρη. Φαντάζομαι πως αυτό είχε βοηθήσει να ακουστεί η μουσική τους σε αρκετά αυτιά κι όχι άδικα. Το τρίο εμφανίστηκε πολύ δεμένο επί σκηνής με τον Αντώνη Καραθανασόπουλο (κιθάρα, φωνητικά) να παίρνει το παιχνίδι πάνω του.



Καθαρά επηρεασμένος από την σχολή Robert Plant στα φωνητικά του, σε ξάφνιαζε σε σημεία που τυχόν ανυποψίαστος και με γυρισμένη την πλάτη στην σκηνή τον άκουγες να τραγουδά. Ο ήχος τους συνολικά είχε κύριο σημείο αναφοράς (πέρα των Led Zeppelin) τους Black Sabbath. Φυσικά, όσο καλά κι αν έπαιξαν (που έπαιξαν), είχαν να αντιμετωπίσουν δυο ανίκητους αντιπάλους, τον ήλιο που εκείνη την ώρα έκαιγε τα πάντα και φυσικά την χαμηλή προσέλευση του κοινού. Όσοι όμως βρεθήκαμε εκεί τους χαρίσαμε απλόχερα το χειροκρότημα μας κι εκείνοι μας βοήθησαν να γίνει αυτό το δύσκολο μεσημέρι αρκετά πιο ευχάριστο…

Rollin’ Dice setlist:
Live It Up
New Heights
Way To The Sun
Common Lies
Into The Graveyard
I Want You (She’s So Heavy) (The Beatles cover)
Roundabout
Runnin’ (The Mind)



Στα παράδοξα της υπόθεσης ανήκει το γεγονός πως το 45λεπτο σετ των Rollin’ Dice ακολούθησε μια αντίστοιχης διάρκειας διακοπή. Ναι! Μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού κάποιος και για τους δικούς του όχι τόσο προφανείς λόγους, προγραμμάτισε τα σχήματα να εμφανιστούν έτσι. Μετά από 45 λεπτά που κάποιοι τα μετρήσαμε ένα προς ένα, στην ίδια σκηνή εμφανίζονται οι W.E.B.

Ακόμη ένα φάουλ (πάλι χωρίς ευθύνη της μπάντας) αποτέλεσε η διάρκεια που είχαν στην διάθεσή τους (μισή ώρα), ενώ θα μπορούσαν να ξεκινήσουν πχ ένα τεταρτάκι νωρίτερα και να παρουσιάσουν ένα αντίστοιχης διάρκειας show, αλλά και η αναμονή να γίνει μικρότερη. Ήσσονος σημασίας θα μου πείτε και δεν έχω λόγο να επιμείνω. Από εκεί και πέρα δεν είναι πολλά αυτά που πρέπει να ειπωθούν, όποιος ακούει το σχήμα κι έχει δει κάποια live τους ήξερε καλά τι να περιμένει και φαντάζομαι πως οι περισσότεροι που ήρθαν μέσα στο καταμεσήμερο ανήκαν σε αυτή την κατηγορία.



Οι W.E.B. είναι ένα από τα πιο συνεπή και σοβαρά σχήματα του χώρου τους, ο οποίος προσδιορίζεται ως σκοτεινό metal με ακρογωνιαίους λίθους τις black/death και τις συμφωνικές εκδοχές του. Το corpse paint τους πιθανότατα να είχε προσμιχθεί με κάποιο ισχυρό αντιηλιακό, γιατί αυτοί εδώ οι μεταλλικοί βρικόλακες τα έδωσαν όλα (όπως κάθε φορά), αποδεικνύοντας πως τελικά αυτό που κάνει ένα σχήμα να ξεχωρίζει πραγματικά είναι όταν παίζει με φλόγα και δύναμη, χωρίς φυσικά να υστερεί σε επαγγελματισμό και παρουσία. Κι όταν παίζεις και το νιώθεις δεν έχει σημασία αν ψήνεσαι από την ζέστη (Σάκης και λοιποί έφεραν πλήρη “εξάρτιση”), ή αν δεν μπορείς να έχεις τον ατμοσφαιρικό φωτισμό που απαιτεί η μουσική σου κλπ.

Ο (οριακά) αρκετός κόσμος που είχε συγκεντρωθεί μπροστά στο vibe stage στις 15.45 που βγήκαν οι W.E.B. βοήθησε με την ενεργή συμμετοχή του ένα σχήμα που σε αυτό το πολύ μικρό σετ δεν γινόταν να παίξει λίγο από όλα και πολύ λογικά επικεντρώθηκαν κυρίως στην πιο πρόσφατη κυκλοφορία τους “Tartarus”, με τα 4 (από τα 6) συνολικά κομμάτια να έρχονται από εκεί. Στα συν ο πολύ καλός ήχος. Στα πλην η κατηφορική κλίση της σκηνής, η οποία όμως στην συγκεκριμένη εμφάνιση, λόγω του μικρού αριθμού των θεατών, δεν αποτέλεσε πρόβλημα.



Κάτι που εντόπισα την τελευταία στιγμή, λίγο πριν γράψω αυτές εδώ τις γραμμές, ήταν μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία που είχε ο Σάκης Πρέκας (φωνητικά, κιθάρα) λίγο μετά το τέλος της εμφάνισης τους και  επειδή με άγγιξε και ο τρόπος που την μεταφέρει ο ίδιος στον γραπτό λόγο σκέφτηκα πως αξίζει πραγματικά τον κόπο να επισκεφθεί κανείς την σελίδα του στο facebook να την διαβάσει από πρώτο χέρι.

W.E.B. setlist:
Intro (Cosmos In Flames)/ Morphine For Saints
Tartarus
Golgotha
For Bidens
My Storm Upon You
Dragona



Κάπου εδώ οι χρόνοι αναμονής για την διαδοχή των συγκροτημάτων πέφτουν αισθητά. Μόλις 10 λεπτά μετά την αποχώρηση των W.E.B. αλλά στην μεγάλη πλέον σκηνή, εμφανίζονται οι Monument. Κι έτσι θα μπορούσα να είχα κλείσει αυτό το κομμάτι της παρουσίασης, χωρίς να πω τίποτε άλλο, όπως τίποτε ουσιαστικό δεν είχε να πει και η μπάντα, η οποία μου έδωσε την ισχυρή εντύπωση ενός σχήματος που πεισματικά κι όχι με επιτυχία αντιγράφει τους Iron Maiden.

Και δεν μιλάμε για εποικοδομητική ενσωμάτωση ως επιρροή, αλλά για πιστή αντιγραφή στον ήχο από τις κιθάρες, ακόμη και σε κάποια riff, χωρίς φυσικά το αποτέλεσμα να αποτελεί κάτι αντίστοιχα αξιόλογο. Η δεύτερη μου ένσταση αφορά στον τραγουδιστή, συμπαθέστατος δεν λέω (ως άνθρωπος) κι επικοινωνιακός (ως frontman), αλλά ως εκεί. Το κλασικό heavy metal στο οποίο επιδίδονται μου ακούστηκε επιτηδευμένα κλισαρισμένο για τόσο νέα μπάντα. Και φυσικά κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτεσαι όχι πόσο κουραστικό, ή αδιάφορο μπορεί να είναι αυτό που παρακολουθείς, αλλά το κόστος ευκαιρίας, την δυνατότητα που είχες εκείνη την στιγμή, στο συγκεκριμένο μέρος να παρακολουθήσεις κάποιο άλλο σχήμα.



Οι Monument μου έδωσαν την πρώτη ευκαιρία να πιάσω λίγο σκιά και να παρακολουθήσω το υπόλοιπο σετ τους από αρκετά πίσω, δίνοντας μου την απαραίτητη ανάσα για την συνέχεια. Παρά την άποψη που καταθέτω, είδα αρκετό κόσμο να έχει μαζευτεί μπροστά, οπότε θεώρησα προς στιγμή τελικά οι Monument να έχουν περισσότερους φίλους από αυτούς που αρχικά είχα την εντύπωση. Μετά το κενό που ακολούθησε συνειδητοποίησα πως ένας μεγάλος αριθμός αυτών των ανθρώπων είχε ήδη πάει εκεί από νωρίς απλά και μόνο για να καβαντζώσει θέσεις για την μεγάλη στιγμή που οι Maiden θα έκαναν την εμφάνισή τους… 6 ώρες αργότερα. Απίστευτο!

ΥΓ. Η εμφάνιση του (συμπατριώτη) Peter Ellis με το δερμάτινο μπουφάν κάτω από τον ήλιο με 36 βαθμούς κελσίου με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο αληθινή πρέπει να είναι αυτή η παροιμία που λέει “μπρος στα κάλλη τί είναι ο πόνος”… Την ίδια σκέψη έκανα και την προηγουμένη (αν και με ελαφρώς καλύτερες συνθήκες έκθεσης στον ήλιο) όταν είδα τον Biff στην ίδια σκηνή με το κομψότατο, κατά τα άλλα, μαύρο ημίπαλτό του.



Monument setlist:
Hellhound
Carry On
The Chalice
Fatal Attack
Olympus
Imhotep (The High Priest)
Attila
Wheels Of Steel
Lionheart



Περίπου 30 λεπτά αργότερα είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την συνέχεια της μεσημεριανής κοιλιάς (τουλάχιστον στην άμεση σύγκριση με την προηγούμενη ημέρα) στο πρόγραμμα της τελευταίας ημέρας του Rockwave. The Raven Age λέγονται και δεν είναι άλλοι από το σχήμα στο οποίο παίζει κιθάρα ο υιός του Steve Harris. Μοντέρνο metal με τσαμπουκαλεμένο ήχο, τα πρώτα ένα δυο κομμάτια λες ότι τα παρακολουθείς και με σχετικό ενδιαφέρον να δεις που το πάνε.



Η μια ώρα του σετ όμως ήταν πολύ κουραστική. Άκουγες που και που κανένα ενδιαφέρον ριφάκι (τα περισσότερα έπιναν νερό στο όνομα σχημάτων όπως οι Killswitch Engage), αλλά τα μονότονα φωνητικά του Matt James και οι προβληματικές συνθέσεις ήταν κυρίως τα δυο στοιχεία που σε έστελναν πάλι πίσω σε αναζήτηση σκιάς.

Και πάλι στο μυαλό μου οι ίδιες σκέψεις, πόσο πιο ενδιαφέρουσες μπάντες θα μπορούσαμε να είχαμε παρακολουθήσει σε εκείνο το δίωρο (που – spoiler alert – λίγο αργότερα έγινε τρίωρο). Ευτυχώς δεν έδειξε να ασπάζονται όλοι την άποψή μου και υπήρξε ένα κομμάτι του κοινού, νεαρό σε ηλικία κυρίως, που έδειξε να γουστάρει και να συμμετέχει ενεργά στο σετ των Άγγλων.



The Raven Age setlist:
Betrayal Of The Mind
The Merciful One
Promised Land
The Death March
Eye Among The Blind
Salem’s Fate
Surrogate
My Revenge
Angel In Disgrace



Δεν θεωρώ τους Tremonti κάποιο σχήμα που έχει ιδιαίτερη σχέση με το ελληνικό κοινό (όπως και οι Monument, αλλά και οι The Raven Age, ok αυτοί εξαιρούνται λόγο Harris που προφανώς το έθεσε ως απαίτηση να παίζουν μαζί τους, όπως σε ολόκληρη την περιοδεία τους) κι όμως νάτοι μπροστά μας! Ένα τέταρτο πριν τις 7 με τον ήλιο να έχει πάρει τον δρόμο προς την δύση του, οι Tremonti ξετυλίγουν το σετ τους εμπρός πλέον σε έναν πολύ σοβαρό όγκο θεατών που επιτέλους είχε αρχίσει να δείχνει πως το 40άρι (σε χιλιάδες), που όλοι περίμεναν εκείνη την ημέρα, ήταν κάτι παραπάνω από εφικτό.



Πολύ δυνατός ήχος, όχι ισορροπημένος, με τα φωνητικά του Mark Tremonti να με ξενίζουν καθόλη την διάρκεια της εμφάνισής τους καθώς με έκαναν διαρκώς να αναρωτιέμαι μέσα από πόσα εφέ περνάει η φωνή του μέχρι να φτάσει σε εμάς.  Μοντέρνο thrash να το πούμε; Μπααα. Σύγχρονο εναλλακτικό metal; Κάπου όχι πολύ μακριά από τους Alter Bridge, αλλά μακρύτερα από τους Metallica, το σχήμα δημιούργησε αρκετά moshpit και γενικότερα απέκτησε καλή επαφή με το κοινό, χωρίς να έχει να επιδείξει τα στοιχειώδη επικοινωνιακά χαρίσματα.

Η δίψα για κάτι δυναμικό από πλευράς οπαδών βρήκε επιτέλους κάπου να ξεσπάσει, αν και τυπικά η αρχή είχε γίνει λίγο νωρίτερα. Ακούσαμε υλικό και από τα 4 άλμπουμ τους, με το “A Dying Machine” να κυριαρχεί ως φόντο στην σκηνή. Αυτό που απόλαυσα κυρίως ήταν η κιθαριστική δουλειά στα σημεία. Χαίρομαι που υπήρξε αρκετός κόσμος που ευχαριστήθηκε με την εμφάνισή τους, αλλά προσωπικά τους θεωρώ την τρίτη χαμένη ευκαιρία της ημέρας να δούμε κάτι πολύ πιο αξιόλογο.



Tremonti setlist:
Another Heart
You Waste Your Time
My Last Mistake
So You’re Afraid
Catching Fire
Flying Monkeys
Radical Change
The Things I’ve Seen
Throw Them To The Lions
A Dying Machine
Cauterize
Ι Wish You Well



(Ανταπόκριση Volbeat: Γιώργος Γεωργίου)

Μάλλον τη δυσκολότερη αποστολή στη διάρκεια του καυτού διημέρου, με τα παραδοσιακά τέρατα να έχουν μονοπωλήσει το κύριο ενδιαφέρον του κοινού, είχαν οι Δανοί Volbeat, θυσία στη δύσκολη θέση -αποστολή να εμφανιστούν ακριβώς πριν το “Θηρίο”…

Οι τέσσερις τύποι όμως, που ακολουθούν μια σταθερά ανοδική πορεία στους αριθμούς της μουσικής βιομηχανίας αλλά και στις συνειδήσεις πολυάριθμων ακροατών σε όλο τον πλανήτη, αποδείχτηκαν πολύ σκληροί για να τους καταπιεί αυτή η συγκυρία.



Με τον Johnny Cash, τους Metallica και τους Green Day συμφιλιωμένους στις μουσικές τους βαλίτσες, και την αυτάρκεια του σίγουρου νικητή, έστησαν από την πρώτη στιγμή ένα πάρτι. Γνωρίζοντας τα δυνατά χαρτιά τους και χρησιμοποιώντας τα με τη σημασία της λεπτομέρειας, αλλά ταυτόχρονα και χωρίς να στερούνται αυθορμητισμό και τσαμπουκά, έπαιξαν και κέρδισαν.

Με κορυφή του δόρατος τον αρχηγό Michael Poulsen, έναν γεννημένο frontman με απίστευτα θετική αύρα και σαγηνευτική ισορροπία στη σκηνή, τίμησαν με το παραπάνω τον κόσμο που έμεινε στη θέση του ως το τέλος. Για ένα δύσπιστο κοινό σαν το ελληνικό που αργεί να κατοχυρώσει τους νέους του ήρωες, οι Volbeat είχαν τον δικό τους κόσμο, θεωρώ πως κέρδισαν κι άλλους με μια εμφάνιση αντρίκεια, αμιγώς μουσική χωρίς το παραμικρό εφέ, που δεν κόλλησε ούτε στο μικρό, προσωρινό  τεχνικό πρόβλημα με τον ήχο.



Είναι επίσης φανερό πως η μεταγραφή του Rob Caggiano συμπλήρωσε ιδανικά την ομάδα τα τελευταία χρόνια, τους αναβάθμισε και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη δημοφιλία τους. Σίγουρα θα μας απασχολήσουν συναυλιακά ξανά. Τα είχαν όλα, τις πιο παράξενες ιστορίες, το πιο εξωτικό χαρμάνι …και τα πιο όμορφα κορίτσια.



Volbeat setlist:
The Devil’s Bleeding Crown
Heaven Nor Hell/ A Warrior’s Call/ I Only Want To Be With You
Lola Montez
The Lonesome Rider
Sad Man’s Tongue
Slaytan
Dead But Rising
For Evigt
16 Dollars
Seal The Deal
Let It Burn
Black Rose
Fallen
Doc Holliday
Still Counting



Οι headliners ήταν προγραμματισμένο να εμφανιστούν στην Terra stage στις 21.30 ακριβώς, πράγμα που δεν έγινε. 40 λεπτά καθυστέρησης μετά από ένα τέτοιο διήμερο και ειδικά αν το παρακολουθείς από νωρίς, ε κάπου σου βγάζουν κάποια αγανάκτηση. Κόσμος λιποθυμούσε, κόσμος σπρωχνόταν, κόσμος διψούσε, κόσμος γκρίνιαζε, αλλά όλα καλά όταν επιτέλους ακούγεται από τα ηχεία η εισαγωγή από το “Aces High” με τον λόγο του Τσόρτσιλ.

Το σίγουρο είναι πως αυτό που ακολούθησε δεν το περίμενα. Είχα δεδομένο πως θα δω κάτι αντίστοιχο της τελευταίας εμφάνισής τους στον ίδιο χώρο πριν επτά χρόνια. Αλίμονο όμως, κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν συνέβη, αλλά η απόδοση σε όλους τους τομείς ξεπέρασε κάθε προσδοκία και προηγούμενο. Κάποιος εύλογα θα πει, “αυτά τα λες επειδή στις καλές εποχές τους εσύ ήσουν 10χρονο παιδάκι”. Συμφωνώ. Σκέφτομαι όμως το εξής. Πόσα χρόνια έχουν περάσει και η φθορά που θα έπρεπε να είχε προκαλέσει ο χρόνος. Πόσα χρήματα έχουν βγάλει αυτοί οι άνθρωποι και πόσο προφανώς αυτό θα έπρεπε να τους έχει επηρεάσει. Την σοβαρότατη ασθένεια την οποία πέρασε ο Dickinson. Το πόσες φορές έχουν εμφανιστεί όλα αυτά τα χρόνια στις μουσικές σκηνές ανά την υφήλιο με κίνδυνο να επέλθει η κούραση.



Ε λοιπόν, δεν έχει καμιά σημασία το ποια είναι η απάντηση σε όλα τα παραπάνω. Οι Maiden απέδειξαν με αυτή την εμφάνιση πως σε αντίθεση με ότι κάνουν στο στούντιο τα τελευταία χρόνια, το οποίο πραγματικά φέρει άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο εμφανή την κόπωση και την φθορά, όταν βγαίνουν στην σκηνή έχουν την δυνατότητα να δώσουν στον θεατή το 100% από αυτό που λέγεται Iron Maiden!

Και δεν ήταν φυσικά μόνο η μπάντα με τα σκηνικά, τον απίστευτο ήχο και τα εφέ της που εντυπωσίασε, αλλά και η τεράστια, για τα ελληνικά δεδομένα, οντότητα που ακούει στο όνομα (σχεδόν) 40 χιλιάδες κοινό. Κι αυτό έγινε αντιληπτό από τις πρώτες νότες του “Aces High” με το οποίο ξεκίνησε η βραδιά. Από τα καπνογόνα, τα αμέτρητα σηκωμένα χέρια, τον κόσμο που χοροπηδούσε σαν να μην υπάρχει αύριο και τα κινητά που ήταν όλα στραμμένα στην Terra stage, κατάφερα να αντιληφθώ το Spitfire που κρεμόταν από την υπερκατασκευή, περίπου στα μέσα του κομματιού.



Έπειτα από την κατάρριψη του στο τέλος του κομματιού και τους διαλόγους των ασυρματιστών εν μέσω φώτων και ήχων που παρέπεμπαν σε εμπόλεμη κατάσταση, ξεκίνησαν να παίζουν το “Where Eagles Dare”. Ο Dickinson έχει αλλάξει εμφάνιση και θα το κάνει συνεχώς μέχρι να τελειώσει η εμφάνισή τους. Ακούγονται τα πρώτα “Scream for me Athens” με άμεση και καθολική ανταπόκριση. Η Μαλακάσα έχει γίνει ένα μαγικό μέρος με όλο αυτό το πλήθος να συμπεριφέρεται ως μια οντότητα, από τις πρώτες γραμμές μέχρι τα παγκάκια δίπλα στο ελεεινό χαμπουργκεράδικο.

Κανείς τους δεν είναι εντελώς αλάνθαστος κι αυτό λειτουργεί επάνω μας ως το τσίμπημα που δηλώνει “ε, μαλάκα, αυτό που ζεις είναι αληθινό”. Αρκετά λεπτά πριν τα μεσάνυχτα θα ακούσουμε το “2 Minutes To Midnight”. Ο ήχος είναι εξωπραγματικός. Ακούς τα πάντα με απίστευτη ευκρίνεια. Με κλειστά μάτια αντιλαμβάνεσαι ποιος κιθαρίστας από τους τρεις παίζει κάθε στιγμή. Η φωνή του Dickinson αντηχεί τριγύρω, πάνω σου, μέσα σου, σε γεμίζει και δεν την χορταίνεις.



Το “The Clansman” δίνει μια πρώτη ανάσα στο πλήθος να καταλαγιάσει μετά τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις στα πρώτα τρία κομμάτια. Αυτό μέχρι ο Bruce να αρχίσει να φωνάζει “Freedom”. Το ξίφος που εμφανίζει στα χέρια του γίνεται ένα μέσο να πειράξει τους 4 έγχορδους, ακόμη και τον McBrain. Μέσα από το κάπως υποτονικό τελείωμα του περάσαμε στον χαμό που έφερε το άκουσμα της εισαγωγής του “The Trooper”. Καπνογόνα ανάβουν ξανά, ο τρίμετρος Eddie εμφανίζεται στην σκηνή με την ενδυμασία Βρετανού οπλίτη και ξεκινά μια κωμική σκηνή ξιφομαχίας με τον Dickinson. Έπειτα από λίγο εμφανίζεται να κρατά την ελληνική σημαία και αποθεώνεται.

Κι έτσι συνέχισε να εκτυλίσσεται και η υπόλοιπη βραδιά. Το “Revelations” αποτέλεσε ένα από τα αδιαμφισβήτητα highlight (σε μια εμφάνιση που μάλλον ήταν ολόκληρη ένα ενιαίο highlight). Απίστευτο κλίμα στο σχεδόν 10λεπτο “For The Greater Good Of God” με τον Dickinson να έχει αστείρευτη όρεξη και μια άνεση πέρα από αυτή που όλοι οι μεγάλοι frontmen αποκτούν στις σκηνές με το πέρασμα των χρόνων. Κάποιοι άνθρωποι δεν συνέρχονται ποτέ όταν δουν τον θάνατο να έρχεται καταπάνω τους. Στην περίπτωση του Dickinson όμως αυτό δείχνει να λειτούργησε καταλυτικά για αυτή την περίοδο δεύτερης νεότητας που όλοι γίναμε μάρτυρες πως περνούν.



Δεν μπορώ να γνωρίζω μέχρι που ακουγόταν η χορωδία των περίπου 40.000 ζευγών πνευμόνων που τραγουδούσαν ασταμάτητα κατά την εμφάνιση των IM, αλλά η ατμόσφαιρα που υπήρχε μέσα στον συναυλιακό χώρο ήταν ανεπανάληπτη και οπωσδήποτε απερίγραπτη. Τα “The Wicker Man” και “Sign Of The Cross” δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Ειδικά η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στο δεύτερο αξίζει ιδιαίτερης μνείας. Ο Bruce τυλιγμένος σε μανδύες, σκηνικά και εισαγωγή που προκάλεσε ρίγη στους πάντες. Ένα ακόμη 10λεπτο κομμάτι στο οποίο το ελληνικό κοινό υποκλίθηκε στην απαράμιλλη ατμόσφαιρα που δημιούργησαν οι Βρεττανοί.

Στο “Flight Of Icarus” που ακολούθησε, στην σκηνή δέσποζε το τεράστιο ομοίωμα του Ικάρου, αλλά την παράσταση έκλεψε το φλογοβόλο που είχαν προσαρτήσει επάνω στον Dickinson. Χωρίς να χάνει στιγμή την καλή του διάθεση, αστειεύτηκε ακόμη και προσποιούμενος ότι θα κάψει τον Harris, ενώ από κάτω το κοινό εκστασιασμένο ακολουθούσε κατά γράμμα και κατά νότα τους στίχους.

Τα φώτα χαμηλώνουν, το σκοτάδι κυριεύει τα πάντα και η ώρα για τον ύμνο που γαλούχησε την γενιά των μεταλλάδων που γνώρισε την μπάντα στα 90’s έχει έρθει. Ο Bruce Dickinson (o αληθινός, ο πρώτος Dickinson, όχι ο ιμιτασιόν) με το πράσινο φαναράκι του τραγουδάει τους στίχους από το “Fear Of The Dark” και από κάτω δεν μπορώ να διακρίνω ούτε έναν στο οπτικό μου πεδίο που να μην ξελαρυγγιάζεται.



Το φινάλε υπήρξε επικότερο των επικοτέρων. Αφού κλείνουν το κανονικό σετ με “The Number Of The Beast” (η απόλυτη σκηνική παρουσία με τον τεράστιο δαίμονα που δέσποζε στο κέντρο της σκηνής) και το “Iron Maiden” αποσύρονται για πολύ λίγο κι επιστρέφουν για να αποτελειώσουν ότι είχε απομείνει από τις δυνάμεις και από τις φωνές μας σε ένα encore το οποίο για όσο διήρκεσε με ρούφηξε εντελώς από την πραγματικότητα σε μια άλλη διάσταση. “The Evil That Men Do”, “Hallowed Be Thy Name” και “Run To The Hills” (στο οποίο παρά τις προβλέψεις μου για το άγχος της εξόδου δεν κουνήθηκε κανείς από την θέση του, ακόμη κι όταν αυτό τελείωσε) έδωσαν με τον καλύτερο τρόπο το φινάλε σε μια εμφάνιση που θα μείνει στην ιστορία, χωρίς αντιλόγους, αμφιταλαντεύσεις και αμφιβολίες.

Είδαμε την μεγαλύτερη μπάντα του πλανήτη εν ζωή σε μια μαγική εμφάνιση. Ένας Dickinson που τραγουδούσε και προκαλούσε ρίγη. Ο συγκλονιστικός ήχος από τις τρεις κιθάρες των Adrian Smith, Dave Murray και Janick Gers μας τράβηξε όλους μέσα στην ιαματική τους χρονοδίνη. Η συνεχή τους κίνηση στην σκηνή, όπως φυσικά και αυτή του ηγέτη Steve Harris, σε έκανε να ξεχνάς πως πρόκειται για μια μπάντα της οποίας τα μέλη έχουν περάσει τα πενήντα.

Η αυλαία πέφτει, αλλά κανείς δεν θέλει να το πιστέψει. Το μήνυμα του Bruce πως θα επιστρέψουν και η ξεπέτα ακαπέλα μικρού μέρους από το “Alexander The Great”, αλλά και τα φώτα της σκηνής που δεν πέφτουν, αφήνουν την συντριπτική πλειοψηφία να στέκεται εκεί με έναν όχι και τόσο κρυφό πόθο να ξαναδεί την μπάντα στην σκηνή. Μετά από αρκετή ώρα ο υπεύθυνος αποφασίζει να παίξει στα ηχεία το “Always Look On The Bright Side Of Life” των Monty Python και τα πράγματα μπαίνουν οριστικά στην θέση τους.

Iron Maiden setlist:
Aces High
Where Eagles Dare
2 Minutes To Midnight
The Clansman
The Trooper
Revelations
For The Greater Good Of God
The Wicker Man
Sign Of The Cross
Flight Of Icarus
Fear Of The Dark
The Number Of The Beast
Iron Maiden

Encore:
The Evil That Men Do
Hallowed Be Thy Name
Run To The Hills

Φωτογραφίες: Αποστόλης Κακλιαμάνης
Ανταπόκριση Volbeat: Γιώργος Γεωργίου



ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Πέρα από την εμφάνιση των Iron Maiden που γράφτηκε στις μνήμες μας με τα λαμπρότερα γράμματα και επισκίασε κάθε άλλη σύναψη την οποία ο εγκέφαλός μας έκανε εκείνη την ημέρα, ακόμη κι αυτή που αφορά στην εμφάνιση των πολύ καλών Volbeat, υπήρξαν πολλά και σοβαρά παράπονα σχετικά με την διοργάνωση. Παρακάτω θα προσπαθήσω να αναφέρω τα σημαντικότερα και όσο το δυνατόν πιο περιεκτικά:

Φωτισμός: Είναι πραγματικά απαράδεκτο να μην έχει φωτισμό ο δρόμος έξω από τις εξόδους στον οποίο χιλιάδες ανθρώπων περπατούσαν στα σκοτάδια μέχρι να πάνε στα αυτοκίνητά τους. Η ευθύνη εδώ ανήκει και στην τροχαία.

Πλανόδιοι πωλητές: Σαν να μην αρκούσε η προβληματική του ίδιου του χώρου διεξαγωγής της συναυλίας, έπρεπε να έχουμε και τους καντινιέρηδες έξω από τις πόρτες να δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερο θέμα. Δεν γράφω περισσότερα, όλοι τα είδατε και τα βιώσατε.

Έλεγχος κατά την είσοδο: Ναι, υπήρχε έλεγχος με επίκεντρο στο να μην μεταφέρει κάποιος πράγματα που θα ζημίωνε τις πωλήσεις εντός του Terra Vibe. Το σάντουιτς απαγορεύεται, τα καπνογόνα όχι; Δεν είναι λογικό να μην υπάρ 666