DARK TRANQUILLITY

Sweden rocks! Και όποιος αμφιβάλλει γι’ αυτό, μπορεί πολύ απλά να τσεκάρει την “παραγωγή” της Σουηδίας τα τελευταία αρκετά χρόνια. Μια “παραγωγή” στην οποία συγκαταλέγονται από διάττοντες αστέρες μέχρι λιγότερο ή περισσότερο κλασικές πλέον αξίες.

Οι Dark Tranquillity μάλλον βρίσκονται κάπου μεταξύ των κλασικών αξιών, ως μέλη της ομάδας των πρωτοπόρων του melodic death metal και μια από τις μακροβιότερες μπάντες της σκηνής του Göteborg.

1989 και οι Mikael Stanne (κιθάρα-φωνητικά) και Niklas Sundin (κιθάρα) φορμάρουν τους Septic Broiler, στους οποίους σύντομα προστίθενται οι Anders Fridén (φωνητικά), Anders Jivarp (ντραμς) και Martin Henriksson (μπάσο).

Ως Septic Broiler κυκλοφορούν το demo “Enfeebled Earth” το 1990, ενώ λίγο αργότερα αλλάζουν μουσικό στυλ στρεφόμενοι στο melodic death και μετονομάζονται σε Dark Tranquillity.

Ο πρώτος τους δίσκος “Skydancer” κυκλοφορεί το 1993 μέσω της Spinefarm Records. Καλό μεν αλλά είναι εμφανής η απειρία τους. Βάζουν ακουστικές κιθάρες και γυναικεία φωνητικά σε death, πειραματίζονται, έχουν φοβερά riffs και ντραμς, όμως το αποτέλεσμα χωρίς να είναι για κανένα λόγο απογοητευτικό φαίνεται πως έχει ακόμα πολλά περιθώρια βελτίωσης. Λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ο Fridén, ο οποίος αργότερα βρέθηκε στους In Flames, φεύγει από το συγκρότημα οπότε τα φωνητικά αναλαμβάνει ο Stanne και την κιθάρα ο Fredrik Johansson.

Την επόμενη χρονιά διασκευάζουν το “My Friend of Misery”, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή “Metal Militia – A Tribute to Metallica”, και το 1995 κυκλοφορούν το EP “Of Chaos and Eternal Night” καθώς και το δεύτερο άλμπουμ τους “The Gallery”, που βγαίνει μέσω της Osmose Productions. Masterpiece, κλασικό, must. Παρουσιάζει μια κάποια αλλαγή στον ήχο τους συγκριτικά με το “Skydancer”, αλλά τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους (το πώς “κακοποιεί” τη φωνή του ο Stanne, τα ακουστικά περάσματα και τα guest γυναικεία φωνητικά) παραμένουν. Τραγούδια πιο δεμένα, riffs που σε αρπάζουν από τα μούτρα και χάνεις τον κόσμο, καφρίλα και ξαφνικά ηρεμία – για λίγο βέβαια, μέχρι να ξαναρχίσουν να βαράνε.

Δυο χρόνια αργότερα επιστρέφουν με τον τρίτο δίσκο τους “The Mind’s I”. Πιο σκοτεινός ήχος, περισσότερο τελειοποιημένος, εκπληκτικά ντραμς… αλλά ένα άλμπουμ το οποίο κάποιοι δε θεωρούν και από τις καλύτερες στιγμές του συγκροτήματος.

Το 1999 εγκαταλείπουν τη μέχρι τότε εταιρεία τους Osmose και υπογράφουν με τη Century Media, όπου και κυκλοφορούν το “Projector”, το οποίο αργότερα ήταν υποψήφιο στα σουηδικά Grammy.

Παίρνοντας κάποιο ρίσκο με αυτή την κυκλοφορία, (πιστεύω) δικαιώνονται πανηγυρικά από το αποτέλεσμα. Ο χαρακτηριστικός τους melodic death ήχος εννοείται παρών, έχουν όμως προστεθεί πλήκτρα καθώς και πιο soft φωνητικά σε ορισμένα σημεία – πόση κακοποίηση μπορεί να αντέξει μια φωνή! Ευφυέστατες συνθέσεις χωρίς το παραμικρό ψεγάδι, συνδυασμός επιθετικότητας και κατάθλιψης στο ίδιο κομμάτι, φωνητικά που αναδεικνύονται και αναδεικνύουν και τα υπόλοιπα όργανα και άρτια παραγωγή. Βέβαια, ορισμένοι απογοητεύτηκαν γιατί ο δίσκος απέχει από τους κλασικούς DT…

Κατά τη διάρκεια του επόμενου χρόνου συμβαίνουν κάμποσες μαζεμένες αλλαγές στο θέμα line-up. Ο Johansson αποχωρεί, την κιθάρα αναλαμβάνει ο μέχρι πρότινος μπασίστας των DT οπότε προσλαμβάνεται ο Niklasson στο μπάσο και η μπάντα αποκτά και μόνιμο πληκτρά (Martin Brändström).

Στο πέμπτο άλμπουμ τους “Haven” (2000) τα καθαρά φωνητικά ψιλοεγκαταλείπονται για χάρη ενός  γενικά πιο βαρύ ήχου. Αρκετά καλός δίσκος με συνθέσεις και riffs που εύκολα κολλάνε, αλλά παρόλα αυτά δεν καταφέρνει να φτάσει το “Projector”.

Επόμενη δισκογραφική εμφάνισή τους το 2002 με το “Damage Done”. Ο δίσκος κινείται σε πιο heavy κατευθύνσεις, με σχετικά διακριτικά μεν, ατμοσφαιρικά δε, πλήκτρα, πλήρη εγκατάλειψη των soft φωνητικών, riffs ή κιθαριστικές μελωδίες που δένουν με το υπόλοιπο κομμάτι. Ένα συμπαγές, ενδιαφέρον, αξιόλογο άλμπουμ.

Δυο χρόνια αργότερα κυκλοφορούν τη συλλογή “Exposures-In Retrorespect and Denial” ενώ έχει προηγηθεί και το πρώτο τους live DVD “Live Damage”.

Έβδομο άλμπουμ το “Character”, το οποίο και βγαίνει το 2005. Και η παράδοση συνεχίζεται: οι DT δε γίνεται να βγάλουν απαράδεκτο άλμπουμ. Στα χειρότερά τους, άντε να βγάλουν κάτι μέτριο προς καλό. Για άλλη μια φορά εξαιρετικές κιθάρες – και σημειωτέον, χωρίς solos – γρήγορα ντραμς, διακριτικά παρόντα πλήκτρα και η χαρακτηριστική φωνή του Stanne.

Στην περιοδεία που ακολουθεί οι DT εμφανίζονται για πρώτη φορά στον Καναδά.

Στον επόμενο δίσκο τους, “Fiction”, το 2007 ο Stanne επιστρέφει σε πιο καθαρά φωνητικά, ενώ υπάρχει πάλι για πρώτη φορά μετά το “Projector” guest τραγουδίστρια – η Nell Singland (Theatre of Tragedy) στο “The Mundane and the Magic”. Ο δίσκος φαίνεται να συνδυάζει το στυλ των “Projector” και “Haven” με τα πιο επιθετικά στοιχεία των “Character” και “Damage Done”. Γρήγορο, βαρύ, με τα πλήκτρα να δημιουργούν μοναδική ατμόσφαιρα, τα γνωστά riffs τους… μην επαναλαμβανόμαστε συνεχώς! Ένας από τους πιο επιτυχημένους δίσκους τους, ο οποίος μπαίνει και στα σουηδικά, γερμανικά, ελληνικά, φινλανδικά και ιταλικά charts.

Ακολουθεί η North America Metal for the Masses Tour με The Haunted, Into Eternity και Scar Symmetry, περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο με τους Omnium Gatherum και ξανά στις ΗΠΑ με τους Arch Enemy.

Το καλοκαίρι του 2008 αποχωρεί για προσωπικούς λόγους ο Niklasson και τον αντικαθιστά ο Daniel Antonsson (Dimension Zero, Soilwork). Την ίδια χρονιά συμμετέχουν στην επετειακή συλλογή της Century Media “Century Media – Covering 20 Years of Extremes” διασκευάζοντας το “Broken” των Sentenced.

Δεύτερο live DVD το “Where Death is Most Alive” το 2009, η κυκλοφορία του οποίου συμπίπτει με τα 20 χρόνια του συγκροτήματος – πιο πρακτικοί, αντί να ακολουθήσουν τη μόδα των επετειακών περιοδειών, έβγαλαν DVD. Το 2009 κυκλοφορεί επίσης και το “Yesterworlds”, μια συλλογή αποτελούμενη από τα demos “Trail of Life Decayed” και “A Moonclad Reflection”.

Το Μάρτιο του 2010 κυκλοφορούν και το ένατο άλμπουμ τους “We are the Void”. Λίγο περίεργη κατάσταση, μιας και για πρώτη φορά φαίνονται να επαναλαμβάνονται. Σαφώς και είναι καλός δίσκος, αλλά σα να λείπει κάτι στο τελικό αποτέλεσμα.

Πριν την κυκλοφορία του δίσκου περιοδεύουν στις ΗΠΑ με Killswitch Engage και The Devil Wears Prada, ενώ το Μάιο και τον Ιούνιο 2010 ξαναβρίσκονται στη Β. Αμερική με Threat Signal, Mutiny Within και The Absence, αυτή τη φορά ως headliners.

Λίγο πριν την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων του “Construct” (διαδόχου του “We are the Void”) o Antonsson φεύγει από την μπάντα. Οπότε πλέον η μπάντα ξαναγίνεται πενταμελής και ο Henriksson εκτός από την κιθάρα αναλαμβάνει και το μπάσο.

Ο δίσκος κυκλοφορεί το Μάιο του 2013 και αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι οι τύποι από το Göteborg είναι κάτοχοι master στο melodic death. Καλύτερο από την προηγούμενη δουλειά τους, όχι τόσο καλό όσο τα παλαιότερα κλασικά άλμπουμ τους, αλλά σίγουρα ανάλογο της ιστορίας και της εξέλιξής τους. Για την προώθηση του άλμπουμ περιοδεύουν στη Φινλανδία και την Αμερική τους Omnium Gatherum, στην Ευρώπη με τους Tristania και στη Σουηδία με τους Darkane.

Φέτος κλείνουν 25 χρόνια και από την τριάδα του melodic death της σκηνής του Göteborg (At the Gates, Dark Tranquillity και In Flames, με αλφαβητική σειρά) μάλλον παραμένουν οι πιο σταθεροί και με συνεχή παρουσία, μιας και οι In Flames έχουν πλέον αλλάξει στυλ και οι At the Gates επανήλθαν πρόσφατα μετά από μακροχρόνιες διακοπές.

Συνδυάζουν τα στοιχεία που διαμορφώνουν τον ήχο τους με τέτοιο τρόπο, ώστε ασχέτως των τυχόν αλλαγών από δίσκο σε δίσκο ή των οποιωνδήποτε πειραματισμών τους, αυτός παραμένει αναγνωρίσιμος και χαρακτηριστικός τους και τους έχει χαρίσει την αποδοχή των κριτικών, αλλά κυριότερα πιστούς οπαδούς.

Κατά πόσο έχουν κερδίσει και το ελληνικό κοινό με τη μουσική τους – και όχι μόνο – θα το δούμε στις 5 Απριλίου στο Gagarin 205.

608