MOONSPELL

Αναμφίβολα, οι Moonspell είναι ξεχωριστή περίπτωση.

Προερχόμενοι από μια  χώρα του ευρωπαϊκού νότου με πολύ μικρή metal παράδοση, ακολουθούν το δικό τους μοντέλο, αποφεύγοντας τα καθιερωμένα των Σκανδιναβών. Δεν έχουν θέμα να χρησιμοποιήσουν στη μουσική τους στοιχεία της παραδοσιακής τους κουλτούρας, ακόμα και να γράψουν στίχους στα πορτογαλικά – μια γλώσσα εντελώς ξένη ως προς το συγκεκριμένο είδος – και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει.



Επισήμως η ιστορία των Moonspell ξεκινάει γύρω στο 1992. Η μπάντα όμως υπάρχει από το 1989 με το όνομα Morbid God. Η δισκογραφική τους παρουσία ως Morbid God περιορίζεται στο demo “Serpent Angel” και στη συμμετοχή τους, με το ομώνυμο κομμάτι στη συλλογή, “The Birth of Tragedy” του 1992.

Το 1993 ηχογραφούν το μοναδικό τους Moonspell demo “Anno Satanae”, το οποίο πέραν των καλών κριτικών που εισέπραξε, τράβηξε και την προσοχή της γαλλικής δισκογραφικής Adipocere.



Κάπως έτσι κυκλοφορεί το 1994 το ΕΡ “Under the Moonspell”. Αυτό το mini-cd θεωρήθηκε ορόσημο της πορτογαλικής underground metal σκηνής. Η επιρροή συγκροτημάτων όπως Bathory, Celtic Frost και  Dead Can Dance, σε συνδυασμό με αραβική και παραδοσιακή πορτογαλική μουσική κατέληξαν σε αυτό που η μπάντα περιγράφει ως “η κατακλυσμιαία μεσογειακή μουσική, η τεράστια ατλαντική δύναμη, η Λύπη και η Μοναξιά ειπωμένες από τους ανέμους της θάλασσας και τα σοφά λόγια κάθε Σκέψης και Θέλησης”.



Ακολουθούν συναυλίες με τους Cannibal Corpse, τους Anathema και τους Samael και κυρίως η προσέλκυση του ενδιαφέροντος της Century Media, με την οποία υπογράφουν συμβόλαιο για έξι άλμπουμς.

Πρώτη αλλαγή στο line-up, η οποία έφερε στη μπάντα τον κιθαρίστα-κιμπορντίστα Pedro Paixao.



Η δουλειά που έριξε το συγκρότημα ώστε να συνδυάσει τις επιρροές της και να καταλήξει σε πιο σκοτεινό ήχο και “μαύρα” τραγούδια με ερωτικούς όμως στίχους, είχε σαν αποτέλεσμα το “Wolfheart”. Αρχικά το άλμπουμ είχε ελάχιστη ή καθόλου ανταπόκριση, η ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Morbid Angel όμως έφερε τα πάνω κάτω. Η αξία και η δυναμική του δίσκου αναγνωρίστηκαν και οι πωλήσεις τριπλασιάστηκαν.

Παρά την επιτυχία όμως, οι συνθήκες στη μπάντα δεν ήταν και οι καλύτερες δυνατές, με αποτέλεσμα να φύγουν και οι δύο κιθαρίστες. Αντικαταστάτης ο Ricardo Αmorim, o οποίος τότε έπαιζε στους D.Waltz και αρχικά δε θεωρούνταν και η καλύτερη επιλογή.



1996 και ύστερα από περιοδείες σε όλη την Ευρώπη με Tiamat, Kreator, Testament, The Gathering και Crematory, κυκλοφορεί το “Irreligious”. Η μπάντα, πιο ώριμη και εξελιγμένη αρχίζει να ξεχωρίζει στην πορτογαλική metal σκηνή. Οι εγχώριες πωλήσεις φτάνουν τα 10000 αντίτυπα, αριθμό πρωτοφανή για ντόπιο συγκρότημα και οι Moonspell εύκολα χαρακτηρίζονται φαινόμενα της εγχώριας μουσικής σκηνής. Πιθανόν να υποβοήθησε την εξάπλωση της φήμης τους εντός συνόρων και το video-clip του “Opium”, στο οποίο αναφέρονται στον ποιητή Fernando Pessoa (ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της Πορτογαλίας και μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα 1888-1935) όπως και το live στο Convento de Beato (μονή Beato).



Ακολουθεί η εμπειρία, όπως τη χαρακτηρίζουν, της περιοδείας με τους Type O Negative. Εμπειρία, διότι υπήρξε, όπως λένε οι ίδιοι, ένα από τα σημαντικότερα βήματα στην ιστορία τους ως μπάντας. Και όσο να’ναι μια περιοδεία με τον Steele ήταν ούτως ή άλλως εμπειρία – ποιες είναι οι πιθανότητες να μην είδαν “έργο” όσοι βρέθηκαν σε αυτή τη θέση; Στη συνέχεια… ξανά αλλαγή του line-up. Ο μπασίστας φεύγει σε όχι και τόσο καλό κλίμα (μηνύσεις, δικαστήρια και λοιπά χαριτωμένα). Αντικαταστάτης ο Sergio Crestana.



Επόμενος δίσκος το “Sin/Pecado”, πιο πειραματικό από τα προηγούμενα και αρκετά ιδιαίτερο, με στοιχεία electronica μέσα σε ένα σκοτεινό και heavy περιβάλλον.

Ηeadline περιοδεία στην Ευρώπη και πρώτες εμφανίσεις στη Ν.Αμερική. Κάπου εκεί κυκλοφορεί και το “Hermeticum”, άλμπουμ του side-project τους, Daemonarch – επιστροφή για λίγο στις black metal καταβολές τους, με στίχους γραμμένους από το Ribeiro όταν ήταν γύρω στα δεκαπέντε.



Το 1999 κυκλοφορούν το “The Butterfly Effect”. Κύριος συνθέτης ο Paixao και αποτέλεσμα ένα διαφορετικό, επίσης πειραματικό αλλά και καλό άλμπουμ… που όμως δεν ενθουσίασε ιδιαίτερα τους κριτικούς. Στην περιοδεία που ακολούθησε πάντως βρέθηκαν για πρώτη φορά και στη Β.Αμερική, μαζί με τους In Flames, οπότε ίσως οι κριτικές να μην επηρέασαν ιδιαίτερα τον κόσμο.



Δύο χρόνια αργότερα (και ευτυχώς χωρίς άλλες αλλαγές στο line-up μέχρι εκείνη την ώρα) κυκλοφορεί το “Darkness and Hope”, το πιο gothic-orientated άλμπουμ που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Δουλεύοντας με τον παραγωγό Hiili Hiilesmaa (Sentenced, HIM), έβγαλαν ένα δίσκο που μπορεί εύκολα να θεωρηθεί αν όχι κλασικός, ένα από τα καλύτερα άλμπουμ τους. Έφτασε στο Νο 79 των γερμανικών charts και οι διαφορετικές ειδικές εκδόσεις περιείχαν διασκευές από Madredeus (“Os Senhores Da Guerra”), Joy Division (“Love Will Tear Us Apart”) και το “Mr.Crowley” του Ozzy. Το σχέδιο που εμπνεύστηκε ο Wojtec Blasiak για το εξώφυλλο του CD, κατέληξε να θεωρείται σήμα κατατεθέν της μπάντας.



Headline αμερικανική περιοδεία με Lacuna Coil και στη συνέχεια κάποιες εμφανίσεις στην Ευρώπη με Tiamat και Flowing Tears. Και επειδή είχανε μείνει για πολύ καιρό οι ίδιοι, είπαν να ξανακάνουν μια αλλαγή στη σύνθεσή τους, έτσι για να σπάσουν τη μονοτονία. Ο Crestana φεύγει και τον αντικαθιστά ως sessionάς  ο Niclas Etelavuori των Amorphis. Στην περιοδεία το μπάσο αναλαμβάνει ο Aires Pereira των Malevolence.



2003 και “Antidote”. To single “Everything Invaded” έφτασε στο Νο 9 των πορτογαλικών charts, ενώ συγχρόνως κυκλοφορεί και το ομότιτλο βιβλίο του Jose Luis Peixoto, το οποίο αποτελεί τη λογοτεχνική εκδοχή του CD: ίδια ιστορία, ίδιες έννοιες και κεφάλαια ανάλογα των τραγουδιών. Εκτεταμένη περιοδεία με Type O Negative  (τους άρεσε φαίνεται και είπαν να το επαναλάβουν) και Cradle of Filth (Β.Αμερική), Lacuna Coil, Passenger και Poisonblack (Ευρώπη), συμμετοχή στο Rock In Rio Lisbon 2004 και πάλι Αμερική με τους Opeth.



Μέσα σε όλα αυτά, πρόλαβαν να διασκευάσουν και το jazz κομμάτι “I’ll see you in my dreams” για το soundtrack της ομώνυμης πορτογαλικής ταινίας με ζόμπι, και να γράψουν τη μουσική για μια παράσταση του χορογράφου Rui Lopes Graca. Το ίδιο διάστημα, ο Ribeiro συμμετείχε σε κάποιους δίσκους ως guest, και εξέδωσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, μεταξύ άλλων. Πολυάσχολοι έτσι;



Το νέο τους άλμπουμ “Memorial” του 2006 τους βρίσκει σε νέα δισκογραφική (SPV Steamhammer) και να συνεργάζονται πάλι με τον παραγωγό των τριών πρώτων δίσκων τους, Waldemar Sorychta, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε αναλάβει και χρέη μπασίστα. Νο 68 στη Γερμανία, κορυφή στην Πορτογαλία, ξανά πρωτοφανείς πωλήσεις για πορτογαλική μπάντα και βραβείο για Best Portuguese Art στο MTV.



Την επόμενη χρονιά κυκλοφορούν τη best of συλλογή “The Great Silver Eye” καθώς και το “Under Satanae”, μια επανηχογράφηση των παλαιότερων κομματιών τους (ο τίτλος είναι λογοπαίγνιο των Anno Satanae και Under the Moonspell).

Κάπου εδώ ο Aires Pereira γίνεται ο μόνιμος μπασίστας τους και –ευτυχώς- σταματάνε και οι αλλαγές στο line up (τουλάχιστον μέχρι νεοτέρας).



Καινούργια δισκογραφική δουλειά το 2008 με το “Night Eternal”. Single και video-clip το κομμάτι “Scorpion Flower” όπου κάνει guest εμφάνιση η Anneke van Giersbergen. Ακολουθεί η “Blackest of the Black” περιοδεία, η “Darkest Tour: Filthfest” με Cradle of Filth, Gorgoroth, τους “δικούς μας” Septic Flesh (γνωστή η σχέση των δύο συγκροτημάτων- άλλωστε ο Seth Siro Anton είναι και ο δημιουργός του artwork κάποιων CD’s τους) και τους Asrai, ενώ μερικούς μήνες αργότερα ακολούθησε η “Darkest Tour: Filthfest II” με Cradle of Filth και Turisas. Νομίζω ότι η DT I κερδίζει στα σημεία.



Το τέλος του 2011 τους φέρνει στη Napalm Records, με την οποία κυκλοφορεί το “Alpha Noir-Omega White”. Ένα διπλό CD, το οποίο ξαφνιάζει αρκετά, δεδομένου ότι τα δύο CDs διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, όχι μόνο στις επιρροές τους, αλλά και στην ατμόσφαιρα που θέλουν να δημιουργήσουν με καθένα από αυτά. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι κάποιο από τα δύο “χάνει” από οποιαδήποτε άποψη.

Το “Alpha Noir”, με επιρροές από Bathory, King Diamond, Onslaught, πρώιμους Metallica, Testament και Artillery είναι αρκετά βαρύ και περιγράφεται ως ένα άλμπουμ “εμπρηστικό”. Το “Omega White” αντίθετα, θυμίζει το δεύτερό τους άλμπουμ “Irreligious”, είναι καθαρά ατμοσφαιρικό και σκιώδες άλμπουμ, φόρος τιμής στους Type O Negative και τους Sisters of Mercy.

Το 2015 φέρνει το σχήμα πιο κοντά στις goth καταβολές του, με το ενδέκατο πόνημά τους, “Extinct”, να αποτελεί μια έμμεση φυσική συνέχεια των “Alpha Noir” και “Omega White”, με τη διαφορά πως εδώ οι συνθέσεις “αναπνέουν” καλύτερα, καθότι πιο straightforward. Μακάβρια ερωτική και πολύπλευρη, η πιο πρόσφατη δουλειά της μπάντας τη δείχνει να απομακρύνεται για λίγο από το βαρύ κλίμα του πρόσφατου παρελθόντος του και βάζοντας στη συνταγή περισσότερα συμφωνικά στοιχεία, δημιουργεί ένα κράμα το οποίο διευρύνει τους goth μουσικούς ορίζοντές της, συνδυάζοντας άρτια παρελθόν και παρόν.



Άτυπος ηγέτης και κυρίαρχη μορφή, ο πολυτάλαντος frontman Fernando Ribeiro. Από αυτόν πηγάζει το στιχουργικό μέρος της δουλειάς τους και εδώ που τα λέμε, πώς θα μπορούσε να μην είναι έτσι όταν τυγχάνει να είναι και ποιητής αλλά και με σπουδές στη φιλοσοφία. Όταν μάλιστα καταφέρνει να δεσπόζει στη σκηνή όχι μόνο με τις φωνητικές του ικανότητες, αλλά και με τη συνήθως αρκετά θεατρική  παρουσία του, δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις το πολύπλευρο ταλέντο του.

Χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω το μυστικό της επιτυχίας τους στο συγκεκριμένο θέμα, είναι αν όχι η μοναδική, από τις ελάχιστες σκοτεινές-ατμοσφαιρικές μπάντες  που ακόμα και σε ανοιχτό χώρο μέρα μεσημέρι καταφέρνουν να κερδίσουν ένα κοινό. Πόσο μάλλον headline σε κλειστό χώρο.

Οπότε… ραντεβού στις 9 Οκτωβρίου στο Κύτταρο (Δελτίο Τύπου)!



664