IGGY POP

Οι  “σκοτεινές φήμες” που συνοδεύουν το θρύλο του Iggy Pop δεν είναι απλά ένα κομμάτι του μύθου, είναι απλά ένα μέρος της αλήθειας. Οι χαρακτηρισμοί “θρύλος” και “μύθος” ξεπερνούν σε εμβέλεια αυτόν του “rock star”, μιας και ο Iggy κατόρθωσε σε μία πολυτάραχη καριέρα μισού αιώνα και μία θυελλώδη ζωή, να επηρεάσει και να επηρεάζει το παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα όσο ελάχιστοι.

Μία απόλυτη rock περσόνα, ένα pop art icon, που στιγμάτισε τη μουσική και γενικότερα την τέχνη σ’ αυτόν τον πλανήτη στο έπακρον! 

Οι δαίμονές του, η ζωή του!

Με αφορμή την πολυαναμενόμενη εμφάνισή του στη χώρα μας στο Release Athens 2019, το Σάββατο στις 8 Ιουνίου (δελτίο τύπου), προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε χαρακτηριστικές στιγμές (γνωστές και άγνωστες) από τη ζωή του, μία ζωή που κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει πολύτομο βιογραφικό σύγγραμμα ή κάποια sequel κινηματογραφική παραγωγή.

Ο κατά κόσμον James Newell Osterberg Jr, γεννήθηκε στη μικρή πόλη του Muskegon στο Michigan, στις 21 Απριλίου του 1947. Οι γονείς του ήταν από τα πρώτα χρόνια αρκετά υποστηρικτικοί με ό,τι καταπιανόταν και τον παρότρυναν να κηνυγά τα όνειρά του. Προς επίρρωση, του παραχώρησαν το υπνοδωμάτιό τους για να στήσει τα drums του και να εξασκείται, στο τροχόσπιτο που διέμεναν. 

Στα σχολικά του χρόνια, δεν άφησε εννοείται την ευκαιρία να συμμετέχει και να σχηματίσει πολλές μπάντες. Κατά την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή με τους “Iguanas”, ένα garage rock σχήμα με τους οποίους έπαιζε για κάποια χρόνια. Εμπνευσμένος και επηρεασμένος από το σχήμα αυτό, καθιέρωσε το Iggy, ως stage name, ενώ το “Pop” το πρόσθεσε αργότερα όταν για τις ανάγκες ενός show ξύρισε τα φρύδια του, κι αυτό του θύμισε ένα φίλο του που είχε περάσει από χημειοθεραπείες, εν ονόματι Popp.  

Οι σπουδές του στο University of Michigan στην ανθρωπολογία ήταν, ως αναμενόταν, βραχύβιες, μιας και επηρεασμένος στο έπακρον από τις rock φιγούρες του Mick Jagger, του James Brown και του Jim Morrison, ακολούθησε τ’ όνειρό του και την “έκανε” για Σικάγο. Ποτέ δεν έκρυψε τον αντίκτυπο των επιρροών του, δεν προσπάθησε να τις κοπιάρει, αλλά να τις εξελίξει και να πατεντάρει ένα νέο ύφος και ήθος σκηνικής παρουσίας.

Στην πόλη των Blues βρήκε τον άτυπο μέντορά του, στο πρόσωπο του bluesman, Sam Lay, εντρύφησε στα blues, στη jazz και το σχήμα του, οι Psychedelic Stooges έδιναν προκλητικά έως ανεκδιήγητα instrumental rock ‘n’ roll shows, με παραισθησιογόνες ουσίες να αποτελούν τον κινητήριο μοχλό της έκφρασής τους (αισθητικής, καλλιτεχνικής και μουσικής).

Εν τω μεταξύ, είχε προλάβει να παντρευτεί μόνο για μερικές εβδομάδες τη Wendy Weissberg, πάνω σε μία κατάσταση ενθουσιασμού και παρόρμησης. 

Οι Psychedelic Stooges ήταν ουσιαστικά ο προπομπός των Stooges με τον Iggy στα φωνητικά, τον  Ron Asheton στην κιθάρα, τον αδερφό του Scott στα τύμπανα και τον Dave Alexander στο μπάσο. Το πρώτο τους show πραγματοποιήθηκε σ’ ένα σπίτι για τις ανάγκες ενός Halloween party στο Detroit, με μέλη των MC5 (που ο Iggy θαύμαζε) ανάμεσα στο κοινό. Αυτή τους η πρεμιέρα είχε όλα όσα χαρακτήριζαν το σχήμα και κυρίως τον Iggy. Σουρεάλ σκηνικά, αυτοσχέδια μουσικά όργανα και γενικότερα μια pro-punk κατάσταση που έμελλε να είναι η απαρχή για όσα θα ακολουθούσαν.

Το 1968 οι συγκάτοικοι από το Michigan, μετονόμασαν το garage rock σχήμα τους σε Stooges και με την καθοδήγηση του John Cale, υπέγραψαν με την Elektra Records. Τον Απρίλιο του 1969, το “The Stooges” ήταν ήδη στα ράφια των δισκοπωλείων. 

Όπως όμως ορίζει η rock ‘n’ roll μοίρα για κάτι τόσο πρωτοποριακό και “μπροστά από την εποχή του” πόνημα, το “The Stooges” κινήθηκε σε πολύ χαμηλά νερά, με τους κριτικούς να το “θάβουν”! Δεν είχε φτάσει ακόμα η εποχή που το “I Wanna Be Your Dog” και το “No Fun” θα στιγμάτιζαν την punk κουλτούρα. Απλά ήταν η εποχή, που εκκολάπτονταν στις underground μουσικές σκηνές του Αμερικανικού Βορρά, με τον Iggy να χτίζει μία άναρχη rock ή proto-punk περσόνα, που επιδίδονταν σ’ αφάνταστες παλινωδίες επί σκηνής, πάντα με ημίγυμνο look. 

Την ίδια τύχη από άποψη πωλήσεων είχε και το θρυλικό “Fun House” (1970), υπό την καθοδήγηση του Don Gallucci αυτήν τη φορά και το θρυλικό σαξοφωνίστα Steve Mackay. Ένα πλήρως υποτιμημένο, punk έπος που μέχρι το 2000 δεν είχε πουλήσει πάνω από 89.000 αντίτυπα, ενώ το 2003 το Rolling Stone το κατέτασε ανάμεσα στα 500 καλύτερα albums όλων εποχών (θέση 191!).

Τα ζητήματα εξάρτησης από τα ναρκωτικά και κυρίως την ηρωίνη, είχαν σφοδρή επίπτωση στο μέλλον της μπάντας και κυρίως στη συμπεριφορά του Iggy, ο οποίος αντιμετώπιζε και το σοβαρότερο πρόβλημα από τα υπόλοιπα μέλη. Το ότι μπορεί να γράφεται σε site και περιοδικά για τις αλλόκοτες (sic) συμπεριφορές των Stooges από το διαμέρισμα που διέμεναν μέχρι τις live εμφανίσεις τους, απέχει πολύ από την πραγματικότητα, που ήταν πολύ πιο ακραία έως οδυνηρή.   

Η Elektra τερμάτισε το συμβόλαιό τους και το σχήμα οδηγήθηκε στην πρώτη του διάλυση, έστω και για λίγους μήνες. 

Στο ενδιάμεσο, ο Pop γνώρισε τον Bowie (1971). Η συνάντηση ήταν καθοριστική τόσο για την πορεία του καλλιτέχνη, αλλά και για την ίδια του τη ζωή. Ο Bowie αναγνώρισε το αστείρευτο ταλέντο του, τον συνεπήρε η αυθεντική προσωπικότητά του και έγινε από νωρίς ο φύλακας άγγελος του.  

Η μερική αποχή του από τα ναρκωτικά, η αλλαγή manager-εταιρίας, η μετακόμισή τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ενασχόλησή του με την παραγωγή και την ενορχήστρωση, ήταν η μεγάλη ευκαιρία του για επανεκκίνηση. Βέβαια, ήταν εξ’ αρχής διαφαινόμενο ότι το Λονδίνο δεν του πήγαινε και πολύ, ούτε η βρετανική λογική στις δισκογραφικές business.

Η στιγμή για την πρώτη επανένωση των Stooges είχε φτάσει. Με τον Bowie συμπαραγωγό και γενικότερα αρωγό στις καλλιτεχνικές ανησυχίες του Pop, ηχογραφείται και κυκλοφορεί το εξαιρετικό “Raw Power” (1973), ένα album που επηρέασε τον Kurt Cobain (έχει δηλώσει πως είναι το αγαπημένο του) και τον Johnny Marr, ενώ γενικότερα αποτέλεσε την τομή για τον punk και τον hard rock ήχο.

Η περιοδεία των Stooges για την προώθηση του “Raw Power”, ταυτοποίησε την σκηνική παρουσία του Iggy, αναδεικνύοντας την αστείρευτη αλληλεπίδρασή του με το κοινό, το χαρακτήρα του απρόβλεπτου στις εμφανίσεις τους στο μέγιστο βαθμό και ταυτόχρονα ένα ταλέντο που τα όριά του εκτείνονταν πέρα από τα στεγανά της underground σκηνής.  

Είχε τα φόντα να γίνει ένα pop είδωλο. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, θεωρείται ο πρωτοπόρος στο stage divιng και crowd surfing, ενώ τα “τέρατα” που έχει πράξει επί σκηνής, δε βρίσκουν όμοιο πουθενά ανά τα χρονικά, αρκεί μία σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο για να σας αφήνει άφωνους. 

Παράλληλα, οι “δαίμονές” του παραμόνευαν. Οι σειρήνες των παραισθησιογόνων ουσιών είχαν επιστρέψει για τα καλά στη ζωή του πολυτάλαντου Iggy και οι σχέσεις του με τα υπόλοιπα μέλη ήταν τεταμένες. Ένας καυγάς του, με εξαγριωμένους μοτοσικλετιστές κατά τη διάρκεια ενός show τους στη Νέα Υόρκη, αποτέλεσε την αφορμή για τη δεύτερη διάσπαση των Stooges.

Μετά το θάνατο του αγαπημένου του Jim Morrison (είχε εκστασιαστεί παρακολουθώντας τους live στο Michigan το 1967), οι εναπομείναντες Doors του πρότειναν να πάρει τη θέση του. Ο Iggy αρνήθηκε δίχως να το σκεφτεί, θεωρώντας την πρόταση ασεβή και επίσης μακάβρια, πιστεύοντας ότι ένας rock θρύλος δε μπορεί να αντικατασταθεί.

Το χρόνο που ακολούθησε μετά τη διάλυση των Stooges, φάνηκε πως ο Iggy είχε αρχίσει να “ξύνει τον πάτο της παρακμής του”. Η χρήση αμφεταμινών και ηρωίνης ήταν στο απόγειό της, με την κοινωνικοποίησή του να φτάνει σε φάσεις παραβατικότητας, ώσπου τέθηκε επί ψυχιατρικής επιτήρησης στο UCLA campus, βρίσκοντας έτσι κάποιο χρόνο να ηρεμήσει. Τα Σαββατοκύριακα, με το φίλο του James Williamson ετοίμαζαν το “Kill City”, με τις εταιρίες να ανασύρουν το demo του και να το κυκλοφορούν λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Pop είχε μπει για τα καλά στο star system.

Μέσα σ’ αυτή την ταραχώδη περίοδο, ο David Bowie βρέθηκε πάλι στο δρόμο του και ως “από μηχανής θεός”, τον “τράβηξε από το βούρκο”, προσκαλώντας τον στην περιοδεία του “Station to Station”. 

Κατά τη δεκαοκτάμηνη αυτή συνύπαρξή τους και παρά την έντονη ροπή και των δύο στα ναρκωτικά, έδειξαν τεράστια αυτοσυγκράτηση και ο δημιουργικός τους οίστρος “κάλπαζε”. Ο Pop κατορθώνει να βγάλει 2 εξαιρετικά albums την ίδια χρονιά (1977), τα μνημειώδη “The Idiot” και “Lust for Life”, με το τελευταίο να είναι και το μόνο χρυσό του στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι και σήμερα, και στα οποία ο Bowie έχει καταλυτικό ρόλο, τόσο από άποψη σύνθεσης όσο κι από αυτή της παραγωγής. Κοινές τους συνθέσεις αυτής της περιόδου, τις μοιράζονται στα προσωπικά τους albums με τους ίδιους ή διαφορετικούς τίτλους και στίχο. Για παράδειγμα το “China Girl”, έγινε ευρέως γνωστό από τον Bowie στο  “Let’s Dance” (1983), ενώ εμπεριέχεται αρχικά στο “The Idiot”. 

Στο βίντεο που ακολουθεί, ο Iggy Pop επανασυστήνει στα ’90s το “Lust for Life”, από το soundtrack της ταινίας  “Trainspotting” (1996), του οποίου η μουσική γράφτηκε από τον David Bowie μ’ ένα γιουκαλίλι, στο αρχικό της στάδιο. 

Οι δύο αυτές παραγωγές αποτέλεσαν την απαρχή μιας τεράστιας προσωπικής καριέρας, η οποία είχε ως ακρογωνιαίο λίθο τις ανεπανάληπτες live εμφανίσεις του, για να ακολουθήσουν την επόμενη δεκαετία 6 πρωτοποριακά για την εποχή τους albums: “New Values” (1979), “Soldier” (1980), “Party” (1981), “Zombie Birdhouse” (1982), “Blah-Blah-Blah” (1986) και “Instinct” (1988). Όλες οι δουλείες του εκτιμήθηκαν δεόντως από κοινό και κριτικούς, αλλά θεωρώ ότι κάποια εξ’ αυτών, τόσο η μουσική μας προοπτική αλλά και η αισθητική μας, δεν τα έχουν χωνέψει καλά ακόμα, όπως το “Party” και το “Instinct”. 

Η ιστορία όμως με τα ναρκωτικά, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δεν έχει τελειώσει. Και αυτήν τη φορά, η συνδρομή του Bowie ήταν τόσο καταλυτική, που περί τα μέσα της δεκαετίας, ο Pop απ’ όσο γνωρίζουμε βγαίνει από αυτήν τη μάστιγα που τον ταλάνιζε για χρόνια. Στην προσωπική του αυτή μεταστροφή, συνετέλεσε και η γυναίκα του, η ηθοποιός Suchi Asano, με την οποία έμεινε μαζί από το 1984 έως το 1998.

Παρόλο που ορισμένες μορφές τέχνης όπως η γλυπτική και κυρίως η ζωγραφική τον έλκουν περισσότερο, συμμετείχε με διάφορους τρόπους σε κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές παραγωγές, άλλοτε δανείζοντας τη μουσική του, άλλοτε την εκφραστικότατη φωνή και βεβαίως ασκώντας με περισσή άνεση αρκετές φορές και την υποκριτική τέχνη, από τη δεκαετία του ’80 κιόλας και με αποκορύφωμα τη δεκαετία του ’90. 

Οι συναυλίες είναι το ζωογόνο στοιχείο της ζωής του, ταξιδεύει ακατάπαυστα, εξελίσσει τον ήχο του και πλέον πλησιάζοντας στο millenium, το άστρο του είναι πιο φωτεινό από ποτέ.

Δεν είναι εύκολο να απαριθμήσουμε τις συνεργασίες του. Κάποιες πιο αξιοσημείωτες, αυτή του 1985 με το Lou Reed, όπου δάνεισαν τις φωνές τους στο φιλμ “Rock & Rule”, με τον Ιάπωνα συνθέτη Ryuichi Sakamoto στο μουσικό video for “Risky”, που κέρδισε το πρώτο MTV Breakthrough Video Award, με τον Goran Bregović για το soundtrack της ταινίας “Arizona Dream” του Emir Kusturica, ενώ το 1992, συνεργάστηκε με τους White Zombie, κάνοντας φωνητικά για το intro και outro του τραγουδιού “Black Sunshine”. 

Οι 4 προσωπικές του δουλειές τη δεκαετία του ’90, απέδειξαν πως η ικανότητά του παρέμενε σε top επίπεδο και είχε το πάθος να προσφέρει δυνατές rock εμπειρίες και να δώσει το στίγμα του ακόμα μία φορά για τις επόμενες γενιές. Το εξαιρετικό “Brick by Brick” (1990), του έδωσε με το “Candy”, στο ντουέτο με την Kate Pierson (B-52s), το πρώτο και μοναδικό του hit στο Αμερικανικό Top 40, ενώ στη σύνθεση και την ενορχήστρωση συμμετείχαν οι Slash και Duff McKagan από τους Guns n’ Roses. Το “American Caesar” (1993), που αποτελεί και προσωπικό μου αγαπημένο, είναι ό,τι πιο σκληρό, δυνατό και σε απίστευτο βαθμό δουλεμένο album του Iggy. Πέρα από τη διασκευή/επανεκτέλεση του “Louie Louie”, τα “Character”, “Wild America” και “Beside You” (με τον Steve Jones από Sex Pistols) θα μας “στοιχειώνουν” για πάντα. 

Ακολούθησε το διαφορετικό και ίσως υποτιμημένο “Naughty Little Doggie” (1996), ενώ το αμφιλεγόμενο “Avenue B” (1999), “ξεθάβεται” πάλι από κριτικούς και fans για τα κρυμμένα “διαμαντάκια” που κρύβει, όπως το “No Shit” και “Nazi Girlfriend”. Το 1999, ο Iggy έκανε φωνητικά για το single “Aisha” των Death in Vegas, που κατόρθωσε να μπει στο UK Top 10.

Η αυθεντική και ανεπανάληπτη φιγούρα του, δε θα μπορούσε να απουσιάζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από κινηματογραφικές και τηλεοπτικές σειρές “θρύλους”, όπως η συμμετοχή του στο Star Trek και το επεισόδιο “Deep Space Nine” (1998), ενώ οι animators του “The Fellowship of the Ring” (2001), είχαν ως βάση την κίνηση και το σωματότυπο του Pop για το χαρακτήρα του Gollum. Επίσης, στην ταινία “Velvet Goldmine”, o κεντρικός χαρακτήρας που υποδύεται ο Ewan McGregor, έχει πολλά στοιχεία από την προσωπικότητα και τη ζωή του Iggy.

Η επόμενη δεκαετία σημαδεύεται σαφώς από την τρίτη επανένωση των Stooges, κοντά 30 χρόνια από τη διάλυσή τους. Παράλληλα, με την υπόλοιπη καλλιτεχνική του δραστηριότητα και πολυπραγμοσύνη του, το θρυλικό σχήμα περιοδεύει και κατορθώνει στα επόμενα χρόνια να βγάλει δύο (αν όχι αντάξια) ξεχωριστά albums για το θρύλο και την κληρονομιά που τους συνόδευαν, το “The Weirdness” (2007) και το “Ready to Die” (2013).

Το γεγονός όμως που τον σημάδεψε, ήταν ο θάνατος ενός από τους πιο κοντινούς του φίλους και συνεργάτες, του Ron Asheton των Stooges, από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 60 ετών. Ο Pop δήλωσε συντετριμμένος και αρκετές μετέπειτα συνθέσεις του έχουν αναφορές στη φιλία τους και την άποψή του για το θάνατο.

Οι συνεργασίες του κι αυτή τη δεκαετία είναι αναρίθμητες, από τον Slash και τους Green Day, που συμμετέχουν στο “Skull Ring” (2003), μέχρι τη Madonna, που άνοιγε με τους Stooges το “Reinvention World Tour” της. Η “βασίλισσα της Pop”, τους προσκάλεσε δε, να παίξουν κατά την τελετή εισόδου της στο “Rock ‘n’ Roll Hall of Fame, το 2008.

Την ίδια χρονιά, παντρεύεται την πρώην αεροσυνοδό Nina Alu, με την οποία είναι μαζί από το 2000. Ο Iggy τη θεωρεί ως τη μούσα του, κι έχει δηλώσει για τη σχέση τους ότι: “Η ευτυχία με μία γυναίκα δε χρειάζεται να είναι περίπλοκη. Όταν βρεις την κατάλληλη, τα πράγματα δε χρειάζεται να γίνουν περίπλοκα. Αυτό συνέβη και με τη Nina”.

Η στιγμή των Stooges να γίνουν κι αυτοί “Hall of Famers”, έφτασε το 2010. Ύστερα από τουλάχιστον 10 υποψηφιότητες, η επιδραστικότατη αυτή μπάντα, πέρασε κι επίσημα τα σκαλιά της αναγνώρισης, με το κοινό βέβαια ανά τον πλανήτη να τους έχει κατατάξει σε περίοπτη θέση πολλά χρόνια πριν.   

Το 2009 κυκλοφόρησε την πλέον ανατρεπτική δουλειά του “Préliminaires”, ένα concept swing και jazz album, εμπνευσμένο από τη νουβέλα του Michel Houellebecq “La Possibilité d’une île”, το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το σημείο αναφοράς για πολλούς καλλιτέχνες-θρύλους, ώστε να ακολουθήσουν την ίδια ατραπό τα επόμενα χρόνια. 

Σε αντίστοιχο ύφος με πιο blues διάθεση όμως, συνέχισε με το “Après” (2012), για να επιστρέψει με το γνώριμο, ανατρεπτικό και σκληρό punk rock του, στο “Post Pop Depression” (2016-κριτική), επιδεικνύοντας για άλλη μία φορά ότι δε φέρει άδικα τα γαλόνια ενός σεσημασμένου της punk και μπορεί ακόμα και τώρα να παραδίδει μαθήματα. Το τελευταίο του αυτό πόνημα, γνώρισε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του, αφού έγινε το πρώτο που μπήκε στο US Top 20 και το πρώτο του στο UK Top 5. 

Από το 2014 διατηρεί δική του εκπομπή (“Iggy Confidential”) στο BBC Radio 6, όπου πέρα από το ευρύ φάσμα μουσικών επιλογών του (από jazz μέχρι heavy metal), αναδεικνύει και νέους καλλιτέχνες όπως τους Shame, Fat White Family, False Heads and Sleaford Mods, Fantastic Negrito κλπ.

Όσοι τόνοι μελάνι κι αν χυθούν για να γραφτεί κάτι για τον Iggy Pop, πάντα κάτι θα λείπει. Ο άνθρωπος που γκρέμισε τα οχυρά της αισθητικής και ανύψωσε το καλλιτεχνίζον rock πνεύμα, δεν περιορίζεται σε κάποιες ή περισσότερες αράδες. Όσο κι αν προσπαθήσουμε να μπούμε στο μυαλό του, με κάποια απρόσμενη πτυχή του θα βρεθούμε αντιμέτωποι. 

O νονός του punk, ως ο μόνος επιζήσαντας της τριανδρίας της underground σκηνής (με Lou Reed και David Bowie), αποθεώνει κάθε στιγμή την υστεροφημία ενός “θηρίου”, που με αυτοπεποίθηση κυλιόταν ημίγυμνο σε σπασμένα μπουκάλια, και παρά τα 72 χρόνια του, κατορθώνει να εμπνέει και να ξεσηκώνει πλήθη.

Υ.Γ.: Η πλέον δυνατή συναυλιακή μου εμπειρία, ήταν πριν 23 χρόνια στο Rock of Gods, που ενώ ο Iggy είχε δεχτεί μπουκάλια στο πρόσωπο, συνέχισε αιμόφυρτος μετά από μικρή παύση, σα να μη συμβαίνει τίποτα, το πρόγραμμά του. Απλά, μετέτρεψε την ωμή και ίσως πρωτόγονη καφρίλα σε μέρος του show του. Αξεπέραστος!

1209

Avatar photo
About Παναγιώτης Σπυρόπουλος 239 Articles
Γεννήθηκε στα τέλη του 70 στα Δυτικά της Αθήνας, πιο αργά ή πολύ νωρίτερα από ότι θα ήθελε - δεν έχε καταλήξει ακόμα! Ακροβατώντας ανάμεσα σε οικονομετρικά μοντέλα, φιλοσοφικούς αναστοχασμούς, πολιτικούς προβληματισμούς, κοινωνικές και διατροφολογικές ανησυχίες, η μουσική αναζήτηση είναι το δίχτυ ασφαλείας στο matrix της καθημερινότητας. Fan του σκληρού ήχου, λάτρης της κλασικής μουσικής, παθιασμένος με τα blues. Αναζητά την αιτία ζωής του, πριν κάποιοι άλλοι διαγνώσουν την αιτία θανάτου του• είναι σε καλό δρόμο για το δεύτερο.